- ὀγδοηκοστῇ
- ὀγδοηκοστόςeightiethfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀγδοηκοστή — ὀγδοηκοστός eightieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδοηκοστῆι — ὀγδοηκοστῇ , ὀγδοηκοστός eightieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογδοηκονταετηρίδα — η 1. ογδοηκοστή επέτειος 2. σύνολο ογδόντα ετών, ογδονταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. επ ετηρίδα. Η λ., στον λόγιο τ. ογδοηκονταετηρίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Δ. Θερειανό] … Dictionary of Greek
ογδοηκοσταίος — ὀγδοηκοσταῑος, αία, ον (Α) [ογδοηκοστός] αυτός που γίνεται ή έρχεται κατά την ογδοηκοστή μέρα … Dictionary of Greek